fatica

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fatica < λατινική fatiga, παράγωγο τたうοおみくろんυうぷしろん fatigare, affaticare

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
fatica fatiche

fatica (it)

  1. εξάντληση
  2. δυσχέρια, δυσκολία
  3. (ιατρική) κόπωση ενός οργάνου τたうοおみくろんυうぷしろん σώματος, πぱいχかい από τたうηいーたνにゅー υπερβολική εργασία