fatica
Μετάβαση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fatica < λατινική fatiga, παράγωγο
τ ο υ fatigare, affaticare
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fatica | fatiche |
fatica (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fatica | fatiche |
fatica (it)