fente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fente fentes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fente (fr) θηλυκό