fiu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiu αρσενικό

  • τたうοおみくろん φέουδο (→ δείτε τたうηいーた λέξη fieu)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiu (ro) αρσενικό