flabby
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | flabby |
συγκριτικός | flabbier |
υπερθετικός | flabbiest |
Επίθετο
[επεξεργασία]flabby (en) (ανεπίσημο, κακόσημο)
- πλαδαρός,
γ ι α σαρκώδη μέλητ ο υ σώματοςπ ο υ δ ε ν είναι σφιχτός, δεμένος,π ο υ είναι χαλαρός, μαλακός- ↪ a flabby stomach - πλαδαρή κοιλιά
- ↪ flabby glutes - πλαδαροί γλουτοί
- ↪ His body is untrained, flabby.
Τ ο σώματ ο υ είναι αγύμναστο, πλαδαρό.