flick

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flick (en)

  1. ελαφρό χτύπημα, γρήγορη κίνηση
  2. (αργκό) ταινία, κινηματογραφικό έργο

flick (en)

  1. ψιλοχτυπώ, χτυπώ ελαφρά, ψιλοκοπανώ
  2. πετώ, ρίχνω κάτι μみゅーεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ απότομη κίνηση
    don't flick peanuts at your brother!
  3. ξεφυλλίζω
  4. κάνω ζάπινγκ]