fonctionnaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fonctionnaire fonctionnaires

fonctionnaire (fr) αρσενικό

  1. οおみくろん δημόσιος υπάλληλος
  2. οおみくろん αξιωματούχος