footwear

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
footwear footwears
Συνήθως σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ενικό.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
footwear < foot + -wear

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

footwear (en) (συνήθως σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ενικό)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]