form

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
form forms

form (en)

  1. ηいーた μορφή, είδος ή ποικιλία κάτι
    a form of government/worship - μορφή διακυβέρνησης/λατρείας
    the various forms of racism - οおみくろんιいおた διαφορές μορφές ρατσισμού
    I hate every form of violence/fanaticism.
    Απεχθάνομαι κάθε μορφή βίας/φανατισμού.
  2. οおみくろん τύπος, ηいーた μορφή μιας λέξης
    the present tense form - οおみくろん τύπος τたうοおみくろんυうぷしろん ενεστώτα
    The indefinite article has two forms.
    Τたうοおみくろん αόριστο άρθρο έχει δでるたυうぷしろんοおみくろん τύπους.
  3. (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた μορφή, ηいーた εξωτερική εμφάνιση
    an animal which changes form to avoid its predators - ζώο πぱいοおみくろんυうぷしろん αλλάζει μορφή γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ αποφύγει τους εχθρούς τたうοおみくろんυうぷしろん
  4. τたうοおみくろん έντυπο, ένα έγγραφο πぱいοおみくろんυうぷしろん περιέχει ερωτήσεις κかっぱαあるふぁιいおた κενά προς συμπλήρωση
    an application form - έντυπο αίτησης
    Complete and sign the form.
    Συμπληρώστε κかっぱαあるふぁιいおた υπογράψτε τたうοおみくろん έντυπο.
  5. ηいーた μορφή, τたうοおみくろん σχήμα
    a building in a circular form - κτίριο μみゅーεいぷしろん κυκλική μορφή
    geometric forms - γεωμετρικά σχήματα
  6. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた φόρμα, πόσο γυμνασμένος κかっぱαあるふぁιいおた υγιής είναι κάποιος
    He is in good form.
    Είναι σしぐまεいぷしろん καλή φόρμα.
  7. τたうοおみくろん τυπικό πぱいοおみくろんυうぷしろん ακολουθείται, πぱいχかい σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ ιεροτελεστία
  8. οおみくろん τύπος σしぐまεいぷしろん αντίθεση μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー ουσία
ενεστώτας form
γ΄ ενικό ενεστώτα forms
αόριστος formed
παθητική μετοχή formed
ενεργητική μετοχή forming

form (en)

  1. (μεταβατικό) σχηματίζω, φτιάχνω, παράγω κάτι μみゅーεいぷしろん συγκεκριμένο τρόπο ή τたうοおみくろん κάνω νにゅーαあるふぁ έχει συγκεκριμένο σχήμα
    He can’t form a correct sentence.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー μπορεί νにゅーαあるふぁ σχηματίσει μみゅーιいおたαあるふぁ σωστή πρόταση.
    I formed a pile with sand/rocks.
    Σχημάτισα ένα σωρό μみゅーεいぷしろん άμμο/μみゅーεいぷしろん πέτρες.
    I am forming new words.
    Φτιάχνω καινούριες λέξεις.
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) σχηματίζω, τακτοποιώ αντικείμενα ή άτομα έτσι ώστε νにゅーαあるふぁ είναι σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ ομάδα μみゅーεいぷしろん ένα συγκεκριμένο σχήμα· οργανώνομαι σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ ομάδα μみゅーεいぷしろん αυτόν τたうοおみくろんνにゅー τρόπο
    We formed groups of four.
    Σχηματίσαμε τετράδες.
    They are forming a circle./They form a set.
    Σχηματίζουν έναν κύκλο/ένα σύνολο.
    We formed a procession.
    Σχηματίσαμε μみゅーιいおたαあるふぁ πομπή.
  3. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) σχηματίζω, ειδικά γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ φυσικά πράγματα, αρχίζει νにゅーαあるふぁ υπάρχει κかっぱαあるふぁιいおた σταδιακά εξελίσσεται σしぐまεいぷしろん ένα συγκεκριμένο σχήμα
    Ice formed on the lake.
    Σχηματίστηκε πάγος σしぐまτたうηいーた λίμνη.
    The rainwater formed small lakes.
    Τたうαあるふぁ νερά της βροχής σχημάτισαν μικρές λίμνες.
  4. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) σχηματίζω, δημιουργώ, διαμορφώνω, αρχίζω νにゅーαあるふぁ υπάρχω κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ εξελίσσομαι· κάνω κάτι νにゅーαあるふぁ αρχίσει νにゅーαあるふぁ υπάρχει κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ εξελίσσεται
    I am forming an opinion.
    Σχηματίζω γνώμη.
    The idea that formed in his mind…
    Ηいーた ιδέα πぱいοおみくろんυうぷしろん σχηματίστηκε σしぐまτたうοおみくろん μυαλό τたうοおみくろんυうぷしろん
    I am forming good habits.
    Δημιουργώ καλές συνήθειες.
    He formed an entire philosophical system.
    Διαμόρφωσε ένα ολόκληρο φιλοσοφικό σύστημα.
     συνώνυμα:  shape
  5. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) σχηματίζω, συγκροτώ, ξεκινάω μみゅーιいおたαあるふぁ ομάδα ανθρώπων· ερχόμαστε μαζί σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ ομάδα αυτού τたうοおみくろんυうぷしろん είδους
    I am forming a new class for beginners.
    Σχηματίζω μみゅーιいおたαあるふぁ καινούρια τάξη αρχαρίων.
    We formed a government.
    Σχηματίσαμε κυβέρνηση.
    They formed themselves into a committee.
    Σχημάτισαν/Συγκρότησαν οおみくろんιいおた ίδιοι μみゅーιいおたαあるふぁ επιτροπή.
  6. αποτελώ, είμαι κάτι, έχω μみゅーιいおたαあるふぁ συγκεκριμένη λειτουργία ή μορφή
    The River Evros forms the boundary between Greece and Turkey.
    Οおみくろん Έβρος αποτελεί τたうοおみくろん σύνορο μεταξύ Ελλάδας κかっぱαあるふぁιいおた Τουρκίας.
    This lecture forms part of a series.
    Αυτή ηいーた διάλεξη αποτελεί μέρος μιας σειράς.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη compose
  7. (μεταβατικό) διαμορφώνω, διαπλάθω, έχω μみゅーιいおたαあるふぁ επιρροή σしぐまτたうοおみくろんνにゅー τρόπο πぱいοおみくろんυうぷしろん κάτι εξελίσσεται
    It forms the character/the mind of a child.
    Διαμορφώνει/Διαπλάθει τたうοおみくろんνにゅー χαρακτήρα/τたうοおみくろん μυαλό ενός παιδιού.
     συνώνυμα:  mould κかっぱαあるふぁιいおた shape