fortuna
Μετάβαση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fortuna < fors
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fortuna (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fortuna | fortunae |
γενική | fortunae | fortunārum |
δοτική | fortunae | fortunīs |
αιτιατική | fortunam | fortunās |
κλητική | fortuna | fortunae |
αφαιρετική | fortunā | fortunīs |
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fortuna (it) θηλυκό
η τύχη
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fortuna | fortunas |
fortuna (pt) θηλυκό