francese
Μετάβαση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
francese | francesi |
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /franˈtʃeze/- τυπογραφικός συλλαβισμός : fran‐cé‐se
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- francese < παλαιά γαλλική franceis, françois
Επίθετο
[επεξεργασία]francese (it) αρσενικό (κοινού γένους)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]francese (it) αρσενικό