fuso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fuso < λατινική fūsus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
fuso fusi

fuso (it)

  1. αδράχτι
  2. (γεωγραφία) τμήμα της επιφάνειας της γης όπου έχει τたうηいーたνにゅー ίδια ζώνη ώρας.
  3. εραλδικό σύμβολο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fuso (es)

  • εραλδικό σύμβολο