garde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
garde < παλαιά γαλλική warde

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ɡaʁd/
 

Ουσιαστικό 1

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
garde gardes

garde (fr) θηλυκό

  1. ηいーた φύλαξη, ηいーた φρούρηση
  2. ηいーた φρουρά, τたうοおみくろん καραούλι

Ουσιαστικό 2

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
garde gardes

garde (fr) αρσενικό