gens

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gens (fr)

  • κόσμος les gens
  • N'écoute pas ce que disent les gens ! : μήν ακούς τたうιいおた λέει οおみくろん κόσμος !

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gens (la) θηλυκό

  1. έθνος, φυλή
  2. (γがんまιいおたαあるふぁ ζώα) ράτσα, κοπάδι, σμήνος
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική gens gentēs
γενική gentis gentum
δοτική gentī gentibus
αιτιατική gentem gentēs
κλητική gens gentēs
αφαιρετική gente gentibus
(γがんま' κλίση)