ghost

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ghost ghosts

ghost (en)

  1. (παρωχημένο) ηいーた ψυχή, τたうοおみくろん πνεύμα ενός ανθρώπου
  2. τたうοおみくろん φάντασμα
  3. ένα παραμορφωμένο είδωλο πぱいοおみくろんυうぷしろん σχηματίζεται σしぐまεいぷしろん οπτική συσκευή λόγω φαινομένων αντανάκλασης
ενεστώτας ghost
γ΄ ενικό ενεστώτα ghosts
αόριστος ghosted
παθητική μετοχή ghosted
ενεργητική μετοχή ghosting

ghost (en)

  • (μεταφορικά) δでるたεいぷしろんνにゅー απαντώ (κάνω σしぐまαあるふぁνにゅー νにゅーαあるふぁ μみゅーηいーたνにゅー υπάρχει) αντί νにゅーαあるふぁ απορρίψω ρητά
    • κάνω ότι δでるたεいぷしろんνにゅー ακούω κάποιον

Αναφορές

[επεξεργασία]