ghost
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ghost | ghosts |
ghost (en)
- (παρωχημένο)
η ψυχή,τ ο πνεύμα ενός ανθρώπου τ ο φάντασμα- ένα παραμορφωμένο είδωλο
π ο υ σχηματίζεταισ ε οπτική συσκευή λόγω φαινομένων αντανάκλασης
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | ghost |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ghosts |
αόριστος | ghosted |
παθητική μετοχή | ghosted |
ενεργητική μετοχή | ghosting |
ghost (en)
- (μεταφορικά)
δ ε ν απαντώ (κάνωσ α ν ν α μ η ν υπάρχει) αντίν α απορρίψω ρητά- κάνω ότι
δ ε ν ακούω κάποιον
- κάνω ότι