gnarly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

gnarly (en)

  • μπλεγμένος, ροζιασμένος, τραχύς
    • γαμάτος, τζάμι
    • απαίσιος, άθλιος, αηδιαστικός, εμετικός