gol
Μετάβαση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gol (pt) αρσενικό
- (Βραζιλία)
τ ο γ κ ο λ - ≈ συνώνυμα: (Πορτογαλία) golo
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]gol (ro)
gol (pt) αρσενικό
gol (ro)