grace
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grace | graces |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grace (en)
- (
μ η μετρήσιμο)η χάρη,μ ι α όμορφη ιδιότητα της κίνησηςπ ο υ είναι ομαλήκ α ι γίνεταιμ ε έλεγχο· απλήκ α ι όμορφη ιδιότητα- ↪ All of her motions were full of grace.
- Όλες της
ο ι κινήσεις ήταν γεμάτες χάρη.
- Όλες της
- ↪ All of her motions were full of grace.
η χάρη (η ιδιότητατ ο υ χαριτωμένου)η θεία χάρη- περίοδος χάριτος (
σ ε έναν χρεοφειλέτη)