grace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: grâce
      ενικός         πληθυντικός  
grace graces

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grace (en)

  1. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた χάρη, μみゅーιいおたαあるふぁ όμορφη ιδιότητα της κίνησης πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι ομαλή κかっぱαあるふぁιいおた γίνεται μみゅーεいぷしろん έλεγχο· απλή κかっぱαあるふぁιいおた όμορφη ιδιότητα
    All of her motions were full of grace.
    Όλες της οおみくろんιいおた κινήσεις ήταν γεμάτες χάρη.
  2. ηいーた χάρη (ηいーた ιδιότητα τたうοおみくろんυうぷしろん χαριτωμένου)
  3. ηいーた θεία χάρη
  4. περίοδος χάριτος (σしぐまεいぷしろん έναν χρεοφειλέτη)