growth
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
growth | growths |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]growth (en)
- (
μ η μετρήσιμο)η ανάπτυξη,η διαδικασίασ ε ανθρώπους, ζώα ή φυτάπ ο υ αναπτύσσονται σωματικά, διανοητικά ή συναισθηματικά- ↪ physical/mental growth - σωματική/πνευματική ανάπτυξη
- (
μ η μετρήσιμο)η αύξησητ ο υ μεγέθους, της ποσότητας ήτ ο υ βαθμού κάτι- ↪ the annual growth rate of the population -
ο ετήσιος ρυθμός αύξησηςτ ο υ πληθυσμού
- ↪ the annual growth rate of the population -
- (
μ η μετρήσιμο)η οικονομική ανάπτυξη- ↪ the growth of our economy -
η ανάπτυξη της οικονομίας μας
- ↪ the growth of our economy -
- (ιατρική)
ο όγκος,μ η φυσιολογική μάζαπ ο υ έχει διευρυνθεί εις βάροςτ ο υ οργανισμού εντός αυτού- ↪ a benign/malignant growth - καλοήθης/κακοήθης όγκος
- (μετρήσιμο
κ α ι μ η μετρήσιμο)η τούφα, κάτιπ ο υ μεγάλωσε- ↪ a thick growth of weeds -
μ ι α πυκνή τούφα αγριόχορτα - ↪ a beard of three days growth - γένια τριών ημερών
- ↪ a thick growth of weeds -