guidon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ɡi.dɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
guidon guidons

guidon (fr) αρσενικό