hall

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hall (en)

  1. οおみくろん διάδρομος, τたうοおみくろん χかいοおみくろんλらむだ
  2. κτήριο ή αίθουσα συνεδριάσεων, συγκεντρώσεων
  3. ηいーた κύρια αίθουσα ενός μεσαιωνικού κτηρίου
  4. επιβλητικό κτήριο σしぐまεいぷしろん μεγάλο αγρόκτημα
  5. πανεπιστημιακή κτήριο πぱいοおみくろんυうぷしろん περιλαμβάνει κοιτώνες, αίθουσες διδασκαλίας, εστιατόριο κかっぱ.λらむだπぱい.

Επίθετο

[επεξεργασία]

hall (et)