harakiri

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

harakiri (it)

  1. τたうοおみくろん χαρακίρι
  2. (μεταφορικά) σしぐまτたうοおみくろん αθλητισμό μみゅーιいおたαあるふぁ λανθασμένη ενέργεια αθλητή ηいーた προπονητή.