hard
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | hard |
συγκριτικός | harder |
υπερθετικός | hardest |
hard (en)
- σκληρός, δύσκολος, είναι δύσκολο
ν α γίνει,ν α κατανοηθεί ήν α απαντηθεί- ↪ It’s hard to emigrate.
- Είναι σκληρό
ν α ξενιτεύεσαι.
- Είναι σκληρό
- ↪ It is hard for me to concentrate in here.
Μ ο υ είναι δύσκολον α συγκεντρωθώ εδώ μέσα.
- ↪ Sometimes I have a hard time making decisions.
- Κάποιες φορές δυσκολεύομαι
ν α πάρω αποφάσεις.
- Κάποιες φορές δυσκολεύομαι
- ↪ It is hard to describe the pain.
- Είναι δυσπερίγραπτος
ο πόνος.
- Είναι δυσπερίγραπτος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε
τ η λέξη difficult
- ↪ It’s hard to emigrate.
- σκληρός,
π ο υ είναι γεμάτο δυσκολίεςκ α ι προβλήματα, ειδικά λόγω έλλειψης χρημάτων - σκληρός,
π ο υ χρειάζεται πολλή σωματική δύναμη ή ψυχική προσπάθεια- ↪ He attributed his success to hard work.
- Απέδωσε
τ η ν επιτυχίατ ο υ σ τ η σκληρή δουλειά.
- Απέδωσε
- ↪ It takes hard work to get ahead.
- Χρειάζεται σκληρή δουλειά
γ ι α ν α προχωρήσουμε.
- Χρειάζεται σκληρή δουλειά
- ↪ He attributed his success to hard work.
- σκληρός,
π ο υ είναι στέρεοκ α ι δύσκολον α λυγίσει ήν α σπάσει - σκληρός,
γ ι α νερόπ ο υ έχει υψηλά επίπεδα ασβεστίου, μαγνησίουκ α ι άλλα μεταλλικά στοιχεία γ ι α σύμφωναπ ο υ ακούγονται δυνατά όταν λέγονται· παρόμοια έννοιασ τ α ελληνικά είναι διψήφια σύμφωνα- σκληρός,
γ ι α ναρκωτικάκ α ι ποτάπ ο υ είναι πολύ ισχυρά- ↪ hard drugs - σκληρά ναρκωτικά
Σύνθετα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | hard |
συγκριτικός | harder |
υπερθετικός | hardest |
hard (en)
- σκληρά, εντατικά,
μ ε κόπο,μ ε μεγάλη προσπάθεια·μ ε δυσκολία- ↪ We must work very hard in order to reach their level.
θ α πρέπειν α δουλέψουμε πολύ σκληράγ ι α ν α φτάσουμεσ τ ο επίπεδό τους.
- ↪ I am working hard.
- Εργάζομαι σκληρά/εντατικά.
- ↪ hard-earned money - χρήματα
π ο υ έχουν κερδηθείμ ε κόπο
- ↪ We must work very hard in order to reach their level.
- δυνατά, σκληρά,
μ ε μεγάλη δύναμη- ↪ She hit him hard.
Τ ο ν χτύπησε δυνατά.
- ↪ That boxer hits hard.
- Αυτός
ο πυγμάχος χτυπάει σκληρά.
- Αυτός
- ↪ He slammed the door hard.
- Χτύπησε
τ η ν πόρταμ ε δύναμη.
- Χτύπησε
- ↪ He grabbed him hard.
Τ ο ν έσφιξεμ ε δύναμη.
- ↪ She hit him hard.
- εντατικά, επίμονα, προσεκτικά
κ α ι πλήρως- ↪ I am thinking hard.
- Σκέφτομαι εντατικά.
- ↪ He looked long and hard at it.
Τ ο κοίταξε επίμονα.
- ↪ I am thinking hard.
- δυνατά, πολλά ή
γ ι α πολύ καιρό- ↪ It’s raining hard.
- Βρέχει δυνατά.
- ↪ It’s raining hard.