hase

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: Hase
      ενικός         πληθυντικός  
hase hases

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hase (fr) θηλυκό