have
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | have |
γ΄ ενικό ενεστώτα | has |
αόριστος | had |
παθητική μετοχή | had |
ενεργητική μετοχή | having |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]have (en)
- (όχι
σ τ α continuous tenses,κ α ι have got) έχω, κατέχω ή κρατάω κάτι- ↪ They don’t have a car./They haven’t got a car.
Δ ε ν έχουν αυτοκίνητο.
- ↪ I don’t have anything.
Δ ε ν κατέχω τίποτα.
- ↪ I always have my passport with me.
- Κρατώ πάντα
τ ο διαβατήριόμ ο υ μαζίμ ο υ .
- Κρατώ πάντα
- ↪ They don’t have a car./They haven’t got a car.
- (όχι
σ τ α continuous tenses,κ α ι have got) έχω, αποτελούμαι από κάτι- ↪ How many days does April have?/How many days has April got?
- Πόσες μέρες έχει
ο Απρίλιος;
- Πόσες μέρες έχει
- ↪ How many days does April have?/How many days has April got?
- (όχι
σ τ α continuous tenses,κ α ι have got) έχω, δείχνωμ ι α ιδιότητα- ↪ Does she have light blue eyes?/Has she got light blue eyes?
- Έχει γαλανά μάτια;
- ↪ I have a good memory.
- Έχω καλή μνήμη.
- ↪ Does she have light blue eyes?/Has she got light blue eyes?
- (όχι
σ τ α continuous tenses,κ α ι have got) έχω, χρησιμοποιείταιγ ι α ν α δείξειμ ι α συγκεκριμένη σχέση- ↪ Does she have children?/Has she got kids?
- Έχει παιδιά;
- ↪ Does she have children?/Has she got kids?
- (όχι
σ τ α continuous tenses,κ α ι have got) έχω, μπορών α χρησιμοποιήσω κάτι επειδή είναι διαθέσιμο- ↪ Do you have much time for reading?/Have you got much time for reading?
- Έχεις αρκετό χρόνο
γ ι α διάβασμα;
- Έχεις αρκετό χρόνο
- ↪ Do you have much time for reading?/Have you got much time for reading?
- (auxiliary verb, have to + απαρέμφατο
τ ο υ ρήματος) πρέπειν α , οφείλων α - → δείτε
τ ο ρήμα have to
- → δείτε
- (όχι
σ τ α continuous tenses,κ α ι have got) έχω ένα συναίσθημα ήμ ι α σκέψησ τ ο μυαλόμ ο υ - ↪ Have you (got) any idea where it is?
- Έχεις καμιά ιδέα
π ο υ βρίσκεται;
- Έχεις καμιά ιδέα
- ↪ Have you (got) any idea where it is?
- (όχι
σ τ α continuous tenses,κ α ι have got) έχω, υποφέρω απόμ ι α ασθένεια- ↪ I have a cold.
- Έχω κρύο.
- ↪ Do you often have a headache?
- Έχεις συχνά πονοκέφαλο;
- ↪ I have a cold.
- (όχι
σ τ α continuous tenses,κ α ι have got) κρατάω κάποιον ή κάτιμ ε τ ο ν τρόποπ ο υ αναφέρθηκε- ↪ He had me by the sleeve.
Μ ε κράτησε απότ ο μανίκι.
- ↪ He had me by the sleeve.
- έχω, περνάω, κάνω,
ζ ω κάτι- ↪ Did you have much difficulty finding the house?
- Είχες πολλή δυσκολία
ν α βρειςτ ο σπίτι;
- Είχες πολλή δυσκολία
- ↪ Did you have a good time?
- Περάσατε καλά;
- ↪ Did you have a good vacation?
- Κάνατε καλές διακοπές;
- ↪ Did you have much difficulty finding the house?
- έχω, παίρνω, τρώω, πίνω ή καπνίζω κάτι
- ↪ Yesterday we had moussaka.
- Χθες είχαμε μουσακά.
- ↪ I am having breakfast.
- Παίρνω πρωινό.
- ↪ -“What will you have?” -“I’ll have a cognac.”
- -«
Τ ι θ α πάρεις;» -«Θ α πάρω ένα κονιάκ.»
- -«
- ↪ Yesterday we had moussaka.
- παίρνω, εκτελώ
μ ι α συγκεκριμένη ενέργεια- ↪ Then I’ll have my bath and…
- Έπειτα παίρνω
τ ο μπάνιομ ο υ κ α ι …
- Έπειτα παίρνω
- ↪ Then I’ll have my bath and…
- βάζω, κάνω κάτι
ν α γίνεταιγ ι α μένα από κάποιον άλλο- ↪ I had the house painted.
- Έβαλα
ν α μ ο υ βάψουντ ο σπίτι.
- Έβαλα
- ↪ When did you have it cleaned?
- Πότε έβαλες
κ α ι τ ο καθαρίσαν;
- Πότε έβαλες
- ↪ I had the house painted.
- θέλω, λέω ή κανονίζω
ν α κάνει κάποιος κάτι- ↪ Would you have me agree under these conditions?
Θ α ήθελεςν α συμφωνήσω κάτωα π ' αυτούςτ ο υ όρους;
- ↪ Would you have me agree under these conditions?
- (auxiliary verb, + παθητική μετοχή
τ ο υ ρήματος) φτιάχνειτ ο ν χρόνο ρήματοςτ ο present perfect (αντίστοιχομ ε τ ο ν ελληνικό παρακείμενο), δηλώνει κάτιπ ο υ έχει γίνεισ τ ο παρελθόν, αλλάτ ο αποτέλεσμα εξακολουθείν α υπάρχεισ τ ο παρόν- ↪ I have found the child.
- Έχω
β ρ ε ι τ ο παιδί.
- Έχω
- ↪ They have eaten all the food.
- Έχουν φάει όλο
τ ο φαγητό.
- Έχουν φάει όλο
- ↪ Has Greece ever had a king?
Η Ελλάδα είχε ποτέ βασιλιά;
- ↪ I have found the child.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- have (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- have (auxiliary verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω