helpen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

helpen (nl) (αόριστος : hielp, πぱいαあるふぁθしーた. μみゅーτたうχかい. : geholpen)