highlight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
highlight < high + light

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
highlight highlights

highlight (en)

  1. (γがんまιいおたαあるふぁ κείμενο, φωτογραφία) τονισμένη περιοχή κειμένου ή φωτογραφίας
  2. (κομμωτική) ηいーた ανταύγεια
    She is a brunette with blonde highlights.
    Είναι καστανή μみゅーεいぷしろん ξανθές ανταύγειες.
    I am going to do highlights in my hair.
    Θしーたαあるふぁ κάνω ανταύγειες σしぐまτたうαあるふぁ μαλλιά μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
ενεστώτας highlight
γ΄ ενικό ενεστώτα highlights
αόριστος highlighted
παθητική μετοχή highlighted
ενεργητική μετοχή highlighting

highlight (en)

  1. προβάλλω, τονίζω ένα χαρακτηριστικό, κάνω κάτι νにゅーαあるふぁ φαίνεται ή νにゅーαあるふぁ ξεχωρίζει καλύτερα
    The TV highlighted the French President’s visit.
    Ηいーた τηλεόραση πρόβαλε τたうηいーたνにゅー επίσκεψη τたうοおみくろんυうぷしろん Γάλλου Προέδρου.
    This swimsuit highlights your figure.
    Αυτό τたうοおみくろん μαγιό προβάλλει τたうοおみくろん σώμα σας.
    She put on the dress that highlights her legs.
    Έβαλε τたうοおみくろん φόρεμα πぱいοおみくろんυうぷしろん τονίζει τたうαあるふぁ πόδια της.
  2. υπογραμμίζω, σημειώνω μέρος ενός κειμένου μみゅーεいぷしろん ειδικό χρωματιστό στυλό
    She highlighted the sentence with her yellow marker.
    Υπογράμμισε τたうηいーたνにゅー πρόταση μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー κίτρινο μαρκαδόρο της.
  3. (πληροφορική) επιλέγω ένα ή περισσότερα αντικείμενα (όπως εικονίδια) ή μέρος κειμένου σしぐまεいぷしろん επεξεργαστή κειμένου (πぱい.χかい. μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー χρήση τたうοおみくろんυうぷしろん ποντικιού ή κかっぱαあるふぁιいおた πληκτρολογίου)
Eπιλογή κειμένου πぱいοおみくろんυうぷしろん φωτίζεται μみゅーεいぷしろん highlight.

Συγγενικά

[επεξεργασία]