ho

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ho < h + -o

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ho (eo)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ho (it)

  • χかいοおみくろん τたうοおみくろん λέμε όταν γελάμε - χかいοおみくろん χかいοおみくろん χかいοおみくろん

Συνώνυμα

[επεξεργασία]