hold

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hold holds

hold (en)

  1. κράτημα, λαβή
  2. κράτημα (γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ μαλλιά, κόμμωση)
  3. τたうοおみくろん συνολικό ποσό πぱいοおみくろんυうぷしろん παίζεται σしぐまεいぷしろん ένα στοίχημα
  4. χώρος γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ μεταφερόμενα εμπορεύματα σしぐまεいぷしろん πλοίο (αμπάρι) ή αεροσκάφος]
ενεστώτας hold
γ΄ ενικό ενεστώτα holds
αόριστος held
παθητική μετοχή held
ενεργητική μετοχή holding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

hold (en)

  1. κρατάω
     συνώνυμα:  grab, grasp, hang on κかっぱαあるふぁιいおた take
  2. (μεταβατικό) χωράω, παίρνω, έχω αρκετό χώρο γがんまιいおたαあるふぁ κάτι ή κάποιον
    How much wine does this barrel hold?
    Πόσο κρασί χωράει αυτό τたうοおみくろん βαρέλι;
    Will this suitcase hold all of your clothes?
    Θしーたαあるふぁ πάρει αυτή ηいーた βαλίτσα όλα σしぐまοおみくろんυうぷしろん τたうαあるふぁ ρούχα;
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη fit
  3. (μεταβατικό) κατέχω μみゅーιいおたαあるふぁ θέση
    He holds a key position in the business/in the government.
    Κατέχει μみゅーιいおたαあるふぁ θέση κλειδί σしぐまτたうηいーたνにゅー επιχείρηση/στην κυβέρνηση.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]