huta
Μετάβαση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | huta | huty |
γενική | huty | hut |
δοτική | hucie | hutom |
αιτιατική | hutę | huty |
οργανική | hutą | hutami |
τοπική | hucie | hutach |
κλητική | huto | huty |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]huta (pl) θηλυκό
τ ο χυτήριο