ihr

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /iːɐ̯/
 
 

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ihr (de)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

ihr (de)

Προσωπικές αντωνυμίες κかっぱαあるふぁιいおた αυτοπαθής αντωνυμία
αあるふぁ' πρόσωπο βべーた' πρόσωπο γがんま' πρόσωπο
ενικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αυτοπαθής
ονομαστική ich du er sie es
γενική meiner deiner seiner ihrer seiner
δοτική mir dir ihm ihr ihm sich
αιτιατική mich dich ihn sie es sich
πληθυντικός
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο ένδειξη ευγένειας αυτοπαθής
ονομαστική wir ihr sie Sie
γενική unser euer ihrer Ihrer
δοτική uns euch ihnen Ihnen sich
αιτιατική uns euch sie Sie sich