ill

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

ill (en)

  1. άρρωστος
    He fell ill.
    Έπεσε άρρωστος.
    I am ill.
    Είμαι άρρωστη.
    The ill child is burning up from the fever.
    Τたうοおみくろん άρρωστο παιδί ψηνόταν από τたうοおみくろんνにゅー πυρετό.
     συνώνυμα:  sick, unhealthy, unwell κかっぱαあるふぁιいおた under the weather
  2. πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει τάση νにゅーαあるふぁ κάνει εμετό
  3. κακός, κακής ποιότητας

Σύνθετα

[επεξεργασία]