illa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

illa (gl) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

illa (ca) θηλυκό



Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

illa (la)

  1. ονομαστική κかっぱαあるふぁιいおた αφαιρετική ενικού, θηλυκού γένους τたうοおみくろんυうぷしろん ille
  2. ονομαστική κかっぱαあるふぁιいおた κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους τたうοおみくろんυうぷしろん ille