indefinite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
παραθετικά
θετικός indefinite
συγκριτικός more indefinite
υπερθετικός most indefinite

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
indefinite < in- + definite

Επίθετο

[επεξεργασία]

indefinite (en)

  1. αόριστος, πぱいοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろん τέλος τたうοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー είναι γνωστό, καθορισμένο
    I’m working on contract for an indefinite duration.
    Δουλεύω μみゅーεいぷしろん σύμβαση αόριστης διάρκειας.
  2. αόριστος, ασαφής
    an indefinite answer - μみゅーιいおたαあるふぁ αόριστη απάντηση
    He gave me indefinite promises.
    Μみゅーοおみくろんυうぷしろん έδωσε αόριστες υποσχέσεις.

Σύνθετα

[επεξεργασία]