injure
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- injure < injury
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]injure (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
injure | injures |
injure (fr) θηλυκό