irritate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας irritate
γ΄ ενικό ενεστώτα irritates
αόριστος irritated
παθητική μετοχή irritated
ενεργητική μετοχή irritating

irritate (en)

  1. ερεθίζω, εκνευρίζω, προκαλώ θυμό
    Her behavior irritated me.
    Μみゅー' ερέθισε τたうοおみくろん φέρσιμό της.
    The relentless car noise has irritated me.
    Οおみくろん αδιάκοπος θόρυβος τたうωおめがνにゅー αυτοκινήτων μみゅーεいぷしろん έχει εκνευρίσει.
  2. ερεθίζω, προκαλώ ερεθισμό σしぐまεいぷしろん έναν οργανισμό
    Smoke irritates the eyes.
    Οおみくろん καπνός ερεθίζει τたうαあるふぁ μάτια.