irritate
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | irritate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | irritates |
αόριστος | irritated |
παθητική μετοχή | irritated |
ενεργητική μετοχή | irritating |
Ρήμα
[επεξεργασία]irritate (en)
- ερεθίζω, εκνευρίζω, προκαλώ θυμό
- ↪ Her behavior irritated me.
Μ ' ερέθισετ ο φέρσιμό της.
- ↪ The relentless car noise has irritated me.
Ο αδιάκοπος θόρυβοςτ ω ν αυτοκινήτωνμ ε έχει εκνευρίσει.
- ↪ Her behavior irritated me.
- ερεθίζω, προκαλώ ερεθισμό
σ ε έναν οργανισμό- ↪ Smoke irritates the eyes.
Ο καπνός ερεθίζειτ α μάτια.
- ↪ Smoke irritates the eyes.