itch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
itch itches

itch (en)

  1. ηいーた φαγούρα
    She feels an itch on her face.
    Αυτή νιώθει φαγούρα σしぐまτたうοおみくろん πρόσωπό της.
  2. ηいーた λαχτάρα, ηいーた έντονη επιθυμία
    I feel an itch to return home.
    Νιώθω λαχτάρα γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー πατρίδα.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη longing
ενεστώτας itch
γ΄ ενικό ενεστώτα itches
αόριστος itched
παθητική μετοχή itched
ενεργητική μετοχή itching

itch (en)