jardín

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: jardin
ενικός πληθυντικός
jardín jardines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jardín (es) αρσενικό