jela

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jela (hr) θηλυκό


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jela (sr)

  • λατινική γραφή τたうοおみくろんυうぷしろん јела