jovem
Μετάβαση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
jovem | jovens |
jovem (pt) αρσενικό
ο νεανίας
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
jovem | jovens |
jovem (pt)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
jovem | jovens |
jovem (pt) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
jovem | jovens |
jovem (pt)