keep up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας keep up
γ΄ ενικό ενεστώτα keeps up
αόριστος kept up
παθητική μετοχή kept up
ενεργητική μετοχή keeping up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
keep up < → δείτε τις λέξεις keep κかっぱαあるふぁιいおた up

keep up (en)

  1. (μεταβατικό) ξενυχτάω, ξενυχτώ, αποτρέπω κάποιον νにゅーαあるふぁ πάει γがんまιいおたαあるふぁ ύπνο
    The baby kept me up with its crying.
    Μみゅーεいぷしろん ξενύχτησε τたうοおみくろん μωρό μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん κλάμα τたうοおみくろんυうぷしろん.
  2. (μεταβατικό) συνεχίζω
    Keep it up!
    Συνέχισε μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー ίδια ένταση!
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη continue