klimat
Μετάβαση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]klimat (pl) αρσενικό
τ ο κλίμα- (μεταφορικά)
η «ατμόσφαιρα» (ενός χώρου),τ ο «κλίμα»
Συγγενικά
[επεξεργασία]- klima
- klimacik
- klimatolog
- klimatologia
- klimatyczny
- klimatyzacja
- klimatyzacyjny
- klimatyzator
- mikroklimat
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]klimat (sv)
τ ο κλίμα