knowledge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

knowledge (en)

  • (μみゅーηいーた μετρήσιμο, μόνο σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ενικό) οおみくろんιいおた γνώσεις, οおみくろんιいおた πληροφορίες πぱいοおみくろんυうぷしろん αποκτά κάποιος
    I will test your knowledge.
    Θしーたαあるふぁ εξετάσω τις γνώσεις σしぐまοおみくろんυうぷしろん.
    Your technical knowledge is valuable.
    Οおみくろんιいおた τεχνικές γνώσεις σας είναι πολύτιμες.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]