kresto
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kresto | krestoj |
αιτιατική | kreston | krestojn |
kresto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kresto | krestoj |
αιτιατική | kreston | krestojn |
kresto (eo)