(Translated by https://www.hiragana.jp/)
kurs - Βικιλεξικό
kurs
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- ΔΦΑ : /kurs/
- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
kurs (pl) αρσενικό
- κύκλος μαθημάτων σε συγκεκριμένο αντικείμενο, μαθήματα
- wziął kurs angielskiego - πήρε μαθήματα Αγγλικών
- wziął kurs na prawo jazdy - πήρε μαθήματα οδήγησης
- ≈ συνώνυμα:
- szkolenie
- (ναυτιλία) πορεία
- ≈ συνώνυμα:
- kierunek
- (οικονομία) ισοτιμία