lack

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lack (en) (μみゅーηいーた μετρήσιμο, ενικός)

  • ηいーた έλλειψη
    a lack of interest - έλλειψη ενδιαφέροντος
ενεστώτας lack
γ΄ ενικό ενεστώτα lacks
αόριστος lacked
παθητική μετοχή lacked
ενεργητική μετοχή lacking

lack (en) (χωρίς παθητική φωνή)

  • δでるたεいぷしろんνにゅー έχω, μみゅーοおみくろんυうぷしろん λείπει
    I am lacking for nothing.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー μみゅーοおみくろんυうぷしろん λείπει τίποτα.
    The only thing I lack is the capital.
    Τたうοおみくろん μόνο πράγμα πぱいοおみくろんυうぷしろん μみゅーοおみくろんυうぷしろん λείπει είναι τたうαあるふぁ κεφάλαια.
     συνώνυμα: want

Συγγενικά

[επεξεργασία]