lame
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]lame (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lame | lames |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lame (fr) θηλυκό
lame (en)
ενικός | πληθυντικός |
lame | lames |
lame (fr) θηλυκό