langweilig

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

langweilig (de)

  • βαρετός, ανιαρός
    er wird auf die Dauer langweilig - μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー καιρό, γίνεται βαρετός