leak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: Leak

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
leak leaks

leak (en)

  1. ηいーた διαρροή, υγρό ή αέριο πぱいοおみくろんυうぷしろん διαφεύγει από μみゅーιいおたαあるふぁ τρύπα σしぐまεいぷしろん κάτι
    a gas leak - μみゅーιいおたαあるふぁ διαρροή γκαζιού
  2. ηいーた διαρροή, μみゅーιいおたαあるふぁ σκόπιμη πράξη παροχής μυστικών πληροφοριών στις εφημερίδες κかっぱτたうλらむだ.
    a leak of information - διαρροή πληροφοριών
    Who is to blame for the leak?
    Ποιος φταίει γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーた διαρροή;
ενεστώτας leak
γ΄ ενικό ενεστώτα leaks
αόριστος leaked
παθητική μετοχή leaked
ενεργητική μετοχή leaking

leak (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) διαρρέω, βάζω νερό, επιτρέπω σしぐまεいぷしろん υγρό ή αέριο νにゅーαあるふぁ μみゅーπぱいεいぷしろんιいおた ή νにゅーαあるふぁ βべーたγがんまεいぷしろんιいおた από μみゅーιいおたαあるふぁ μικρή τρύπα
    Dangerous gases leaked from the factory.
    Από τたうοおみくろん εργοστάσιο διέρρευσαν επικίνδυνα αέρια.
    The ship/the roof is leaking badly.
    Τたうοおみくろん πλοίο/ηいーた σκεπή βάζει πολύ νερό.
  2. (μεταβατικό) διαρρέω, δίνω μυστικές πληροφορίες σしぐまτたうοおみくろん κοινό, γがんまιいおたαあるふぁ παράδειγμα λέω σしぐまεいぷしろん εφημερίδα
    When the news of his resignation leaked
    Όταν διέρρευσαν ηいーた είδηση της παραίτησής τたうοおみくろんυうぷしろん