lease

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /liːs/ (βρετανικό) (ΗいーたΠぱいΑあるふぁ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lease leases

lease (en)

  1. ηいーた ενοικίαση, ηいーた μίσθωση
    rooms for lease, rooms to let - δωμάτια προς ενοικίαση
     συνώνυμα: rent, hire
  2. (νομικός όρος) τたうοおみくろん ενοικιαστήριο, ηいーた μίσθωση ηいーた σύμβαση ή συμφωνία
    After the expiration of the lease, the lessor is obliged to return the full amount of the security deposit.
    Μετά τたうηいーた λήξη της μίσθωσης οおみくろん εκμισθωτής οφείλει νにゅーαあるふぁ επιστρέψει ακέραιο τたうοおみくろん ποσό της εγγύησης.
ενεστώτας lease
γ΄ ενικό ενεστώτα leases
αόριστος leased
παθητική μετοχή leased
ενεργητική μετοχή leasing

lease (en)

  1. (ανεπίσημο, μεταβατικό) νοικιάζω από κάποιον (αυτοκίνητο, σπίτι, κかっぱ.λらむだπぱい.)
    We must lease another house.
    Πρέπει νにゅーαあるふぁ ενοικιάσουμε άλλο σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη rent
  2. (επίσημο, νομικός όρος, μεταβατικό) νοικιάζω σしぐまεいぷしろん κάποιον
    Mrs. Smith leases rooms.
    Ηいーた κύρια Σしぐまμみゅーιいおたθしーた ενοικιάζει δωμάτια.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη rent