leftist
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | leftist |
συγκριτικός | more leftist |
υπερθετικός | most leftist |
leftist (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
leftist | leftists |
leftist (en)
- (πολιτική)
ο αριστεριστής,ο αριστερός- ↪ The dictatorship imprisoned and exiled many leftists.
Η δικτατορία φυλάκισεκ α ι εξόρισε πολλούς αριστερούς.
- ↪ The dictatorship imprisoned and exiled many leftists.